- ῥιφῆς
- ῥιφήfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ῥιφῇς — ῥῑφῇς , ῥίπτω throw aor subj pass 2nd sg ῥιφή fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθονοριφής — ές, Α 1. καλυμμένος με χώμα 2. ριγμένος καταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + ριφής (< ῥίπτω, πρβλ. ῥιφ ή, παθ. αόρ. ἐ ρρίφ θην), πρβλ. ἀερο ριφής, χαμαι ριφής] … Dictionary of Greek
χαμαιριφής — ές, ΝΜΑ, και χαμαιρριφής Ν νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χαμαιριφής το φυτό χαμαίρωψ μσν. αρχ. 1. εγκαταλελειμμένος στη γη («χαμαιριφῶν παιδίων», Μέγα Ετυμολογικόν) 2. εκκλ. ταπεινωμένος 3. (για πρόσ.) περιφρονημένος αρχ. χαμηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
RHIPHAEI — montes Septentrionales in Scythia, ut vulgo creditur, quos ἀπὸ τῆς ῥιφῆς, h. e. a flatuum vi sic dictos quidam putant. Ubi nunc Petzora provinc. Moscoviae Borealis. Dicunturque monts Stolp, versus Obdoram et Obium fluv. in limite Asiae ac… … Hofmann J. Lexicon universale
δημορριφής — δημορριφής, ές (Α) φρ. «δημορριφεῑς... ἀράς» κατάρες που ρίχτηκαν από τον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + ριφής < ριφή < ρίπτω] … Dictionary of Greek